- πυρριχιστής
- ὁ, ΝΑ [πυρριχίζω]χορευτής τού πυρρίχιου χορού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρριχισταῖς — πυρριχιστής dancer of the masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχισταί — πυρριχιστής dancer of the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιστῶν — πυρριχιστής dancer of the masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιστάς — πυρριχιστά̱ς , πυρριχιστής dancer of the masc acc pl πυρριχιστά̱ς , πυρριχιστής dancer of the masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιστικός — ή, όν, Α [πυρριχιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πυρριχιστή … Dictionary of Greek